Τρίτη, Μαρτίου 17, 2009

Μίζων Ελληνικό Λεξικό

Από το τζαμπέ FAQ του Λάλα, αλίευσα απόσπασμα λεξικού, το οποίο με τη σειρά του, το FAQ το αλίευσε από το φοβερό και τρομερό έντυπο "Times του Κολωνακίου".
Και, μιας και το όνομα ενός τέως πρωθυπουργού -ενός από τα ινδάλματά μου- επανήλθε στο προσκήνιο τις τελευταίες μέρες, καλό και ωφέλιμο θα ήταν να αναδημοσιέψω εδώ αυτό το μικρό απόσπασμα από το "Μίζων Ελληνικό Λεξικό", όπως δημοσιεύτηκε στο FAQ.

Μίζων Ελληνικό Λεξικό
(κυκλοφορεί σύντομα από τις εκδόσεις Τσουκάτων (ο τιμητής)
-με την ευγενική χορηγία της Siemens)

Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους που υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών έτοιμων να εμπλακούν.

Μιζάνοιχτος, ο: Πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής... "Εκλογές έρχονται. Τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους χορηγούς".

Απομιζώ: Σύγχρονη γραφή του ρήματος "απομυζώ". Το ρήμα απομυζώ, που σημαίνει αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα, μετατρέπεται σε "απομιζώ" όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο.

Μιζολαβητής, ο: Παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας (μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ), προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος... "Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα τη γλυτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν".

Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες "αγορές του αιώνα" κλπ. Και πέφτουν μεγάλες μίζες... "Γαμώ την ατυχία μου. Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;"

Μιζανπλί, το: Προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με τη μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών... "Βλέπεις την κοτρόνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του ΟΤΕ είναι..."

Μιζονέτα, η: Πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης...

Μιζεκλίκι, το: Πρόγευση, μικρή προκαταβολή μίζας. "Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο, ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης -τα χοντρά λεφτά δόθηκαν μετά".

Μιζοκακόμοιρος, ο: Πολιτικός για τον οποίο υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες... Αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο, προκειμένου να πείσει σχετικά με την αθωότητά του. "Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τσουκάτος βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του, λέει ο μιζοκακόμοιρος".

Μιζοσκόταδο, το: Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της Siemens. "Η Δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο".

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Mi-la-re,
mi-la-re-si