Παρασκευή, Ιουλίου 17, 2009

ΖΕΣΤΗ!!!

Εν είδει ανεμιστήρος, ρίχνω έναν Παλαμά.
Διότι είναι δροσερόν πράμα η καλοκαιρινή ανάγνωσις ποιήσεως.
Από τον "Δωδεκάλογο του Γύφτου", λόγος δωδέκατος: Ο Κόσμος.


Μ' ένα τόσο μόνο σάλεμα
κι όσο φτάνει για τη σκέψη.
Μοναχά με τόσον ήχο
κι όσο φτάνει για να κλέψη
και να φέρη απ' την κατάβαθη
κι απ' την πιο κρυφή καρδιά
σιγαλά παρθένα λόγια,
-μου μιλήσαν τα δεντρά.

Μου μιλήσαν γλυκοϊσκιωτα
τα πλατάνια, τα πρινάρια
τα πυκνάνθιστα, τα κέδρα,
τα ολοπράσινα πυξάρια.
Κι η βαλανιδιά κι ο μέλεγος
κι ο νερόχαρος λωτός
και οι μυρτούλες και οι δαφνούλες
κι ο παντού συρτός κισσός.

Τ' αχαμνά τα ρείκια, τα έλατα
και τα παρδαλά σφεντάμια
κι οι συκιές, κι οι ιτιές που γέρνουν
στις οχτιές προς τα ποτάμια.
Κουμαριές αιματοστάλαχτες,
τ' αμπελόκλημα, η φτελιά,
και τα πεύκα που ανασταίνουν
και της λεύκας η ομορφιά.

(...)

Και τα δέντρα μου είπαν: Ξέρουμε
και η ψυχή σου δεν τη θέλει
τη γλυκειά κουβέντα που είναι
σα δροσούλα και σα μέλι
και που στάζει από τα φύλλα μας
και μεθάει κι όλο μιλά
στο βοσκό, στον απελάτη,
στα ταιράκια, στα φιλιά.

Μα κλαδιά, λουλούδια και καρποί
και οι πνοές και τα πουλιά μας
παίρνουν κάποτε τους λόγους
απ' τ' ανήλιαγα βαθιά μας,
κι είν' εκείνοι οι λόγοι αγροίκητοι
και μονάχα τους γροικά
σφραγισμένος όποιος είναι
με σφραγίδα μυστικιά.

Μες της Γης τα σπλάχνα οι ρίζες μας
τον αδρό χυμό τον παίρνουν
ίσα, ολόϊσ' απ' τα μαστάρια
της μητέρας Γης, και φέρνουν
ίσα προς εμάς τα λόγια της.
Κι όσα θα σου πούμε εμείς
είναι μοίρα και ιστορία
και παράδοση της Γης.

Μες τη θύμησή μας ξύπνησες
το δικό μας βασιλέα,
των πιο θείων θεών τον πλάστη
και των ήχων: Τον Ορφέα.
Με την όψη, με τ' ανάστημα,
με το νου, με το βιολί,
να η Θρακιώτισσα των όλων
ζωντανεύτρα μουσική!

Και δαρμένος απ' των τάρταρων
την εικόνα και τη φρίκη,
κι απ' τον Πόθο κι απ' τη Σφίγγα,
κι απ' την άγγιχτη Ευρυδίκη,
κι αυτός ήρθε. Αποδιωγμένος
της χαράς και της ζωής.
"Αγκαλιάστε με, είπε, ακούστε
δάση αγνά, μεγάλα, εσείς!"

Και τον κλείσαμε στους κόρφους μας
και της κελαϊδίστρας λύρας
ρούφηξε η φωνή τα πάντα
κι έγινε καταποτήρας
κι έγινε όνειρο και μάγεμα
κι εμείς γίναμε ναός,
κι αυτός ψάλτης και προφήτης
και της Αρμονίας θεός.

Και τα πλάσματα τριγύρω του
και οι κορφές και τα πιο κάτου,
μεγαλώναν κι ανεβαίναν
πιο ψηλά με τ' άκουσμά του.
Και οι γρανίτες και οι ξερόβραχοι
σάλευαν σαν τα φυτά,
κι ανυψώναν τα κορμιά μας
ταξιδιάρικα φτερά.

Κι απ' τη ρίζα ως τ' ακροβλάσταρο
και γλυκά στην αγκαλιά μας
ήπιε κι όλο μας το αίμα
μες απ' τη βαθιά καρδιά μας.
Κι έμαθε της γης το μάθημα
κι έσβησε ο παλιός καημός.
Όλυμπου δευτέρου πλάστης
έγινε, και λειτουργός.

Μιά ειν' η Φύση, με όσα ονόματα!
Πάει του πρώτου Όλυμπου η νιότη.
Με το δεύτερο πιο απάνου,
πιο ξεχωριστή θεότη.
Και μ' εσένα Ορφέα, σαν πνέματα
κι εμείς, και όλα και οι θεοί
κι ήταν η λατρεία μυστήριο
και η θρησκεία μουσική.

Και δεν ξέρουμε ποιές Δύναμες
και ποιάς άβυσσος δαιμόνοι
στρίγγλες ποιές ανταριαστήκαν
και ποιού Χάρου οργή πλακώνει,
και τον ψάλτη Ορφέα σκοτώσανε
και τη Λύρα την ιερή.
Σα να πέθανε και η πλάση
κι από τότε η Γη ορφανή.

...Και τον ίσκιο τίνος όνειρου
κυνηγάς εσύ να πιάσης,
ποιά να στήσεις πίστη απάνου
και σε ποιό βωμό? Ποιάς πλάσης?
Πέρα, απάνου από τα όνειρα
το βιολί σου μας τραβά.
Με τη μάνα Γη μας δένουν
βαθιά οι ρίζες μας, βαθιά.

Και παράτησε τα ονείρατα.
Γύρε, βάλε αυτί στη Φύση:
παραμάντεμα το ρόδο,
Σίβυλλα το κυπαρίσσι!
Σκληρά χτύπα την τη Χίμαιρα
τ' όνειρο είναι η ζωή!
στο βιολί σου ας αρμονίση
την Αλήθεια η μουσική.

Πού είν' η Αλήθεια? Μην πλανάν σε
βαθιονόητα λόγια τάχα:
Την πηγή της δεν τη βρίσκεις
μέσα σου, άνθρωπε, μονάχα.
Θα την βρης παντού στο ταίριασμα
-ώ, αρραβώνας λυτρωτής!-
της καρδιάς σου και του νού σου
με τα πάντα της ζωής.

Ύψωσε τον τρίτο εσύ Όλυμπο,
βάλε εκεί την Επιστήμη,
μόνη υπάρχει, αγέλαστη είναι!
Ποιό χαμόγελο, ποιό ασήμι,
ποιό χρυσάφι σαν την όψη της?
Γιούχα, Όλυμποι από αχνούς!
Η καρδιά το θάμα αν είναι,
της καρδιάς το μάτι ο νούς!

Άναρχος ο Κόσμος κι άσωστος.
Κι ο Ήλιος μες τη λαμπεράδα
του τεράστιου Γαλαξία
μια λιγνή κι αυτός λαμπάδα.
Κι απ' τον ήλιο αργά ξεχώρισε
φλόγα μες το Χάος, και να:
Στους αιώνες των αιώνων
φλόγα η Γη κι ολογυρνά.

Κάτου απ' τους δυσκολοξήγητους
κι ολοσιδερένιους Νόμους
η Γη τρέχει με τις ώρες,
μες τους κύκλους, μες τους δρόμους,
και χορεύει τον αστέρινο
το χορό στοχαστική,
και γνωρίζει αυτή πως ήρθε
και που πάει το ξέρει αυτή.

Κι έγινε, και τράνεψε, και ζη,
και μπορεί και να πεθάνη,
μα ποτέ δε θα πετύχει
μιας ανάπαψης λιμάνι.
Γιατί πάντα από μια Δύναμη
θ' ανασταίνεται η ζωή.
Στρατολάτισσα και πάντα
στον αιώνιο δρόμο η Γη!

Ζούσε η Γη πολύ πριν ζήσουμε
πριν τα πλάτια της μεστώση
τούτη η ζήση εδώ που ζούμε,
τούτη η φύση, τούτη η γνώση.
Πολεμήσαν άγριο πόλεμο
στον πρωτόγονο καιρό,
στο άπλαστο απαλό κορμί της
η φωτιά και το νερό.

Και χωρίσαν και ειρηνέψανε
τα πολέμια τα στοιχεία,
κι έλαμψε η χαρά του Κόσμου
και ο σκοπός: Εσύ, Αρμονία.
Και στην άχανη της θάλασσας
μήτρα πρωτοσπαρταράς
σπόρε της ζωής: Πατέρα
που μας έσπειρες και μάς.

Κι όταν πρωτοχάραξε δασά
του δρυμού και η πρασινάδα
πήρε ο Κόσμος μια πασίχαρη,
μιαν αφάνταστη ομορφάδα.
Κι όταν ο άνθρωπος ανάτειλε,
και σαν ένοιωσε και ο νούς,
μες τη γη ένας άλλος ήλιος
θάμπωσε τους ουρανούς.

Κι όπως ύστερ' απ' το πάλεμα
τα στοιχεία κι από τα μίση
σαν ν' αλλάξανε και γίναν
στεριές, πέλαα, λόγος, χτίση,
έτσι κι ύστερα στ' ανθρώπινα
και στ' ανθρώπου την ψυχή
θα'ρθη να ριζώση ειρήνη
και γαλήνη θ' απλωθή.

Και θα ζήση ο λόγος, τ' άλογα,
κι άνθρωποι κι αγρίμια, η πλάση,
σαν τ' αγνά και σαν τα ωραία
δέντρα στα μεγάλα δάση.
Μ' εμάς πρώτος τη μελλόμενη
μοίρα υπέρτατη, στερνή,
Γύφτε, ζήσε την απάνου
στο προφητικό βιολί!

Τι να λέμε τώρα... Άσ' τους να ονειρεύονται πως θα μας βλέπουν από κάμερες. Θα τις βάλουν εκεί που ξέρουν τις κάμερες. Το πολύ -ως συνήθως- να βγάλουν καμιά μίζα από την προμήθεια των καμερών, πλουτίζοντας περισσότερο τη διεφθαρμένη τους ύπαρξη.
Άσ' τους να ονειρεύονται ότι θα μας ελέγξουν. Άσ' τους να ονειρεύονται ότι θα μας κάνουν πειθαρχικούς.
Δεν είναι οι μόνοι που έχουν το προνόμιο του ονείρου.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι που μιλάνε με τα δέντρα, όσο υπάρχουν ορφικές λύρες, γύφτικα βιολιά και μοϊκάνες κιθάρες, τα ανθρωπάκια δεν μπορούν να μας κάνουν τίποτα.
Αυτοί στον καρατζαφέρειο βόθρο, κι εμείς στα δάση κοντά στη Μάνα μας. Θα τη βγάλουμε καθαρή, επειδή έχουμε αυτό που δεν έχουν -και δεν πρόκειται να τους πούμε τι είναι αυτό.
Άσ' τους να ονειρεύονται καθεστώτα ελέγχου: Είναι φυσικός νόμος να αποτύχουν.
Θα φάνε τα μούτρα τους. Είπαμε: Άναρχος ο Κόσμος.
Μπορεί να μην είμαστε εδώ τότε, όμως σίγουρα θα φάνε τα μούτρα τους.
Πράγμα ωραίον και προτρέπον ημάς εις πάρτυ!!!

5 σχόλια :

  1. Αγαπητέ, αν και δεν θεωρώ τον εαυτό μου επαναστάτη, τολμώ να προτείνω μια επαναστατικότατη πράξη: Τεκνοποιήστε!!!! Αλλιώς η κοινωνία γερνάει, συντηρικοποιείται, φοβάται, μαλακίζεται, βάζει κάμερες κ.α. Και οι λογικοί παίρνουν τα βουνά. Τεκνοποιία: Βαθύτατα επαναστατική πράξη, ιδίως αν γίνει και ως τέτοια!! Και θέλει τουλάχιστον δύο τέκνα σε κάθε επαναστατικό πυρήνα. Διαφορετικά αντί για επαναστάτες υπάρχει η μεγάλη πιθανότητα να γίνουν τα παιδιά απλά εγωιστές...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κύριε Σχολιαστά, μόνο άδικο δεν έχεις! :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. και ποιός θα τα ταίζει αγαπητέ;δέχεσαι να γίνεις νονός κάπως;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. τροφός για τα νυν,νονός για τα επόμενα.κάπως,λέω!.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Mi-la-re,
mi-la-re-si